Η φιλοσοφία έχει σίγουρα τη δική της ιστορία, με στιγμές αδιαμφισβήτητης σπουδαιότητας. Το να παρακάμψουμε τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Καρτέσιο ή τον Καντ θα ισοδυναμούσε με αποκεφαλισμό της φιλοσοφίας στο σύνολό της. Μπορούμε, άραγε, να πούμε το ίδιο και για τον Φρίντριχ Χέγκελ; Πολλοί μελετητές έχουν τονίσει με έμφαση τη βαρύτητα ορισμένων θέσεων της εγελιανής διαλεκτικής, όπως, για παράδειγμα, της κριτικής του σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «κοινή τρυφερότητα για τα πράγματα», η οποία συνίσταται στο να θεωρούμε ότι η ισοδυναμία ανάμεσα στις διαφορετικές τοποθετήσεις μπορεί να αποτελεί σημείο αφετηρίας και όχι κατάκτηση, και ότι, ως εκ τούτου, μπορεί να αποφευχθεί το τίμημα της αντίφασης. Από την άλλη, ωστόσο, κάποιοι διαπρεπείς στοχαστές υποστήριξαν πως ο εγελιανισμός δεν
είναι παρά μια παρένθεση αυθαιρεσίας και σκοταδισμού στην ιστορία του φιλοσοφικού λόγου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και οι πιο απηνείς πολέμιοί του αναγνωρίζουν, αν μη τι άλλο, μια προληπτική χρησιμότητα στην ανάγνωση του Χέγκελ: Γι’ αυτούς, ο εγελιανισμός αποτελεί ένα είδος ιλαράς την οποία είναι απαραίτητο να περάσουμε. Έτσι, ακόμα και μέσα από τις οξύτατες επικρίσεις φιλοσόφων όπως ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Μισέλ Φουκό, αναδύεται ίσως η πεποίθηση ότι η ίδια η κίνηση της φιλοσοφίας
οδηγεί στον Χέγκελ, και ότι, επομένως, η τακτοποίηση των λογαριασμών μαζί του ισοδυναμεί με τακτοποίηση των λογαριασμών της φιλοσοφίας με τον ίδιο της τον εαυτό.